αλς

αλς
ἃλς (ἁλὸς) (Α)
Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο)
1. αλάτι
2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι
3. άλμη, άρμη
4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα
5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ.
«ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη» για ανθρώπους που έχασαν όλα όσα είχαν αποκτήσει
«οἱ περὶ ἅλα καὶ κύαμον» για στενούς και καλούς φίλους
«οὐδ' ἅλα δίδωμι», για τον υπερβολικά φιλάργυρο, τον «σπάγγο»
«περὶ πλείονος ποιοῦμαι τοὺς τῆς πόλεως ἅλας τῆς ξενικῆς τραπέζης» προτιμώ το ψωμί κι αλάτι τής πατρίδας μου από τα πλούσια φαγητά ξένου τραπεζιού
«τῶν ἁλῶν συγκατεδήδοκα μέδιμνον», έφαγα ψωμί κι αλάτι με κάποιον (για δήλωση παλιάς στενής φιλίας)
(ως θηλ. ἅλς, η) (λέξη ποιητική) το νερό τής θάλασσας, η θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἃλς χρησιμοποιήθηκε στην αρχ. Ελληνική για να δηλώσει τόσο το αλάτι (ἅλς, ο) όσο και τη θάλασσα (ἅλς, η). Το θηλ. γένος τού ονόματος ἃλς () ερμηνεύεται είτε από την περιληπτική σημασία του ονόματος είτε από αναλογική επίδραση τού γένους τού συνωνύμου του θάλασσα (). Η λ. ἃλς (καθώς και οι συγγενείς της λατ. sāl, λετ. sāls) συνδέεται ετυμολογικά με ΙΕ ρίζα *sāl- «αλάτι, αλάτι τής θάλασσας». Η αρχική αυτή ρίζα εμφανίζεται στις διάφορες ΙΕ γλώσσες και παρεκτεταμένη α) με -i (πιθ. από αρχαίο τ. ουδ.) πρβλ. ελλην. ἁλι-, λατ. sale, ιρλ. sail-, σλαβ. solĭ αρμ. at, τοχ. Β' salyiye, A' sāle, καθώς και β) με το οδοντικό -d
πρβλ. γοτθ. salt, αρμ. alt.
ΠΑΡ. άλας, άλμη
αρχ.
ἁλία ΙΙ, ἁλιάδης, ἁλίζω ΙΙ, ἅλιμος, ἅλινος, ἅλιος Ι, ἁλίτης, ἁλόθεν, ἁλυκός, ἁλώδης
μσν.
ἁλιαρός, ἁλίς.
ΣΥΝΘ. αλοσάχνη
αρχ.
ἁλόσανθον, ἁλώνητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἅλς — salt masc/fem nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλοῖν — ἅλς salt masc/fem gen/dat dual ἁ̱λοῖν , ἁλής thronged masc/fem/neut gen/dat dual (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλσί — ἅλς salt masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλσίν — ἅλς salt masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλί — ἅλς salt masc/fem dat sg ἁλίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῶν — ἅλς salt masc/fem gen pl ἁλή salt works fem gen pl ἁ̱λῶν , ἁλής thronged masc/fem/neut gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλός — ἅλς salt masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλα — ἅλς salt masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλε — ἅλς salt masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλες — ἅλς salt masc/fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”